Τρίτη, Μαΐου 30, 2006

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: "ΝΕΟ", 15-5-06



“Game Over!”

Χριστόφορος Κάσδαγλης
xkas@forthnet.gr

Σκηνές από έναν κόσμο που ζει για το "business plan", για τη δημιουργία "value", για την τήρηση των "deadlines" ή, έστω, για μια πειστική εξήγηση του λόγου για τον οποίο δεν έγιναν σεβαστά.

"...Έγιναν συστάσεις και αντάλλαξαν κάρτες, πράγμα που πήρε κανένα τέταρτο. Στο τέλος ο Βασίλης βρέθηκε με ένα μάτσο κάρτες που δεν ήξερε τίνος ήταν η κάθε μια, φαντάστηκε ότι το ίδιο συνέβαινε με όλους. Σύμφωνα με τις κάρτες δεν υπήρχε κανένας που δεν ήταν 'κάτι-μάνατζερ', δεν εντυπωσιάστηκε, όλες οι συναντήσεις που έπαιρνε μέρος τα τελευταία χρόνια έτσι ήταν, πιτσιρικάδες που κάποιοι τους είχαν γεμίσει το κεφάλι με υποσχέσεις ότι κάποτε τους περίμενε μια θέση στο Διοικητικό Συμβούλιο. Μέχρι τότε έπρεπε να δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα για ψίχουλα, να μην κλείνουν το εταιρικό κινητό ποτέ και να οδηγούν με προσοχή το Fiat Punto που τους χορηγούσε η εταιρία...".
Σκηνές γνώριμες, έτσι; Σκηνές από έναν κόσμο που ζει για το "business plan", για τη δημιουργία "value", για την τήρηση των "deadlines" ή, έστω, για μια πειστική εξήγηση του λόγου για τον οποίο δεν έγιναν σεβαστά.
Πρόκειται για απόσπασμα από το λογοτεχνικό έργο του Φώτη Καλαμαντή "Game Over" (δείτε επίσης και το blog: http://gamenotover.blogspot.com/). Κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, από τις εκδόσεις "Κριτική". Ο ήρωας του βιβλίου αφήνει σε δεύτερη μοίρα την καλοστρωμένη επιχείρησή του παρασυρμένος από τη νοσηρή περιέργεια να ζήσει στον "πραγματικό κόσμο", όπου πραγματικός κόσμος είναι μια ομάδα πωλητών που προσφέρει προβολή μέσω Internet σε ανυποψίαστους μικρομεσαίους. Πέφτει με τα μούτρα σ' αυτή την παράλληλη καριέρα, αφομοιώνει όλα τα κόλπα των πωλήσεων, πουλάει html σελίδες για μεταξωτές κορδέλες, ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας, ώσπου... η φούσκα σπάει. Αντί να επιστρέψει στον τακτοποιημένο κόσμο από όπου προέρχεται, ακολουθεί τους συναδέλφους του σε μια σοβαρή εταιρεία νέας τεχνολογίας που χρειάζεται τις δεξιότητες και τα πελατολόγιά τους. Εκεί, όμως, τα πράγματα σοβαρεύουν...
Λογοτεχνικό έργο; Ανεπιφύλακτα ναι! Είχα την ευκαιρία να το διαβάσω προτού πάει στο τυπογραφείο, κι αυτό που με κέρδισε δεν ήταν η καλλιέπεια του λόγου, τα κλασικά τερτίπια της λογοτεχνικής μανιέρας και οι φιλολογικές παραπομπές, αλλά αντιθέτως η ωμή αγοραία αφηγηματική ροή, η παράξενη διπλή και τριπλή υπόσταση του ήρωα, ο ρεαλισμός των αναμνήσεων και των συνειρμών του. Πρώτες ύλες, δηλαδή, μιας λογοτεχνικής αφήγησης, και όχι μιας αφήγησης που καταφεύγει σε στάνταρ νόρμες για να παραστήσει τη λογοτεχνική. Χρειάζεται θάρρος για να γράψεις έτσι, ιδίως αν δεν είσαι γνωστός συγγραφέας με καμιά δεκαριά τίτλους στο βιογραφικό σου, αλλά κάποιος που δοκιμάζει για πρώτη φορά να... εκδοθεί.
Ο Φώτης ανήκει στην επιχειρηματική πιάτσα. Παράλληλα, στον ελεύθερο χρόνο του, γράφει. Κατορθώνει να κινείται και στα δύο αυτά παράλληλα σύμπαντα χωρίς ποτέ να μπερδεύει τα πράγματα μεταξύ τους. Ο ίδιος λέει ότι υπάρχει μια μεμβράνη που τα διαχωρίζει. Σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, όμως, όταν μια μεμβράνη μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο υγρά η πίεση των οποίων είναι διαφορετική, τότε τα υγρά τη διαπερνούν εκατέρωθεν έως ότου η πίεση να εξισορροπηθεί. Το φαινόμενο αποκαλείται όσμωση ή διαπίδυση - δεν θυμάμαι ακριβώς. Έτσι, η μεμβράνη εξακολουθεί να υφίσταται αλλά η αφήγηση κερδίζει σε δόσεις ρεαλισμού, χωρίς ποτέ να αντιγράφει την πραγματικότητα.
Κάποια ειδικά έντυπα του χώρου έσπευσαν να ενημερώσουν για το νέο βιβλίο που εξέδωσε "ένας από μας". Καλοπροαίρετα οπωσδήποτε, το Game Over παρουσιάστηκε περίπου σαν ένα πρωτότυπο εγχειρίδιο πωλήσεων: ''Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα το οποίο αναφέρεται στο πώς καταφέρνει (ή μη) ένας σαραντάχρονος να εργαστεί σε μια εταιρεία υψηλής τεχνολογίας με σύγχρονες μεθόδους μάνατζμεντ και τριαντάχρονους μάνατζερς" / Net Fax, 10.4.2006. Ίσως. Κανένα όμως εγχειρίδιο πωλήσεων δεν πρόκειται να σε παραπέμψει σ' ένα επαρχιώτικο μπαρ όπου "μύριζε κάτι ανάμικτο σαν άχυρο και νυχτολούλουδο και σταύλος...". Σε κανένα εγχειρίδιο πωλήσεων δεν θα διαβάσεις ότι "...μέσα απ' το σιγανό ρυθμικό υπόβαθρο που είχαν στήσει όλα τα όργανα αναδύθηκε ένας βελούδινος και μαζί οξύς ήχος, ένα άκουσμα σαν κλάμα και ταυτόχρονα ρωμαλέο, φωτεινό και σκοτεινό μαζί, μια μελωδία που ο Βασίλης ένιωσε να τον αγγίζει σε τρωτά σημεία σαν ανάμνηση πολύ παιδικής ηλικίας".